- νεόχρηστος
- νεό-χρηστος, ον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. νεόθρεπτα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόχρηστος — νεόχρηστος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χρηστός (< θ. χρησ τού χρῶμαι, πρβλ. αόρ. ἐ χρησ άμην), πρβλ. εύ χρηστος] … Dictionary of Greek
νεόχρηστα — νεόχρηστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek